νοσοκόμηση

νοσοκόμηση
η (Μ νοσοκόμησις) [νοσοκομώ]
ιατρική φροντίδα η οποία παρέχεται σε ασθενή στο σπίτι ή σε νοσηλευτήριο από ειδικευμένα άτομα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • νοσοκομία — η (ΑΜ νοσοκομία) [νοσοκόμος] θεραπεία ασθενούς, νοσοκόμηση, νοσηλεία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”